- ζωογόνος
- (θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM ζωογόνος, -ον)1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν.β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.)3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, εμψυχωτής («ζωογόνος πίστις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. τεκνο-γόνος, τερατο-γόνος].
Dictionary of Greek. 2013.